ἐπαρηρώς

ἐπαρηρώς
ἐπαραρίσκω
fit to
perf part act masc nom/voc sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επαραρίσκω — ἐπαραρίσκω (AM) 1. αρμόζω, προσαρμόζω καλά πάνω σε κάτι 2. παρασκευάζω, κατασκευάζω αρχ. 1. στηρίζω κάτι κάπου, προσαρμόζω κάπου («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῑσιν ἐπῆρσεν», Ομ. Ιλ.) 2. (μτχ. παρακμ.) ἐπαρηρώς, υīa, ός καλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”